Το τέλος
Τον Ιούνιο του 1957, ο Καζαντζάκης αφήνει την Αντίμπ και ξεκινά μαζί με την Ελένη και το ζεύγος Ευελπίδη για την Κίνα, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης. Μετά από ένα περίπου μήνα περιήγησης στη χώρα, φτάνουν αεροπορικώς στην Καντόν, και ετοιμάζουν την επιστροφή τους μέσω Ιαπωνίας.
Ο Καζαντζάκης εμβολιάζεται για ευλογιά και χολέρα, αλλά παθαίνει μόλυνση και νοσηλεύεται στο Εθνικό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης. Καθώς επιδεινώνεται η κατάσταση του, μεταφέρεται στην πανεπιστημιακή κλινική του Φράιμπουργκ. Παρ’ όλο που ξεπερνά τη μόλυνση, προσβάλλεται από ασιατική γρίπη και πεθαίνει στις 26 Οκτωβρίου 1957 στο Φράιμπουργκ.
Η σορός του μεταφέρεται οδικώς από το Φράιμπουργκ στην Αθήνα και αεροπορικώς στο Ηράκλειο, όπου εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα στον Άγιο Μηνά. Η κηδεία του γίνεται στις 5 Νοεμβρίου, στο κατάμεστο από κόσμο Ηράκλειο. Ενταφιάζεται στον προμαχώνα Μαρτινέγκο.
Στον τάφο του δεσπόζει ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός από ακατέργαστους κορμούς και η επιγραφή «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».
Κηδεία
Τη νεκρώσιμη ακολουθία έψαλε ένας ιερέας, που συνόδεψε τον νεκρό, ήταν όμως παρόντες ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος και δεκαπέντε ακόμη ιερείς. Ανάμεσα στο εκκλησίασμα βρίσκονταν εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου (ο υπουργός Παιδείας Αχ. Γεροκωστόπουλος, ως εκπρόσωπος της Κυβέρνησης, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Κων. Μητσοτάκης), διανοούμενοι και καλλιτέχνες.
Ενταφιάζεται
Η νεκρική πομπή διέσχισε τους κατάμεστους δρόμους της πόλης, όπου οι σημαίες κυμάτιζαν μεσίστιες. Επικεφαλής πορεύονταν σπουδαστές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου, κρατώντας τα βιβλία του Καζαντζάκη (με πρώτη την Οδύσσεια).
Ο νεκρός μεταφέρθηκε πάνω σε κιλλίβαντα πυροβόλου (τιμή που επιφυλάσσεται σε όσους θάβονται με τιμές αρχηγού κράτους), όμως στον προμαχώνα Μαρτινέγκο τον ανέβασαν Κρητικοί.