Ο Γιώργος Στασινάκης, Πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, ανακηρύχθηκε το καλοκαίρι του 2021 σε επίτιμο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη το οποίο έτσι θέλησε να αναγνωρίσει την τεράστια προσφορά του στη διάδοση του πνεύματος του συγγραφέα σε όλη την οικουμένη, αλλά και να εκφράσει παράλληλα ευγνωμοσύνη για την διαχρονική συνδρομή του στο Μουσείο. Ανάμεσα στους σημαντικούς τρόπους με τους οποίους ο Γιώργος Στασινάκης έμπρακτα ενίσχυσε το έργο του Μουσείου από την ίδρυσή του τιμώντας το με την αγάπη και τη φιλία του, ξεχωρίζει και ο εμπλουτισμός των Συλλογών του με σπουδαία τεκμήρια, όπως το τραπέζι του συγγραφέα από το σπίτι του στην Αντίπ της Γαλλίας και οι γραφές της Οδύσσειας, αλλά και πολλά άλλα τεκμήρια που εκτίθενται ή σώζονται στο Αρχείο του.
Τον Φλεβάρη του 2008 σε μια θερμή υποδοχή στο Ηράκλειο της Κρήτης, ο Γιώργος Στασινάκης παρέδωσε τους δύο τόμους με τις γραφές της Οδύσσειας του Καζαντζάκη, εκφράζοντας την χαρά του που το υλικό αυτό επρόκειτο να εισέλθει στην κιβωτό της μνήμης και του έργου του συγγραφέα, εκεί που ήταν η θέση του, στο Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη. Οι γραφές αυτές εκτίθενται από την ανακαίνιση του Μουσείου ως σήμερα επάνω στο τραπέζι του συγγραφέα, στην αίθουσα που είναι αφιερωμένη στην Οδύσσεια του.
Πρόκειται για δυο πανόδετους τόμους, διαστάσεων 22Χ14Χ4,7 εκατοστά, με περίπου 1000 σελίδες έκαστος, αριθμημένες από τον συγγραφέα, οι οποίοι περιλαμβάνουν ολόκληρο το χειρόγραφο της Οδύσσειας του συγγραφέα με διορθώσεις και προσθήκες. Το τεκμήριο χρονολογείται μεταξύ 1929-1931 και εξαιρετικά σημαντικό για τη μελέτη του είναι το γεγονός πως διακρίνονται δύο διαφορετικοί τύποι γραφής, καθώς φαίνεται πως το σώμα των ραψωδιών αντιγράφεται από την Ελένη Καζαντζάκη και οι διορθώσεις, οι προσθήκες και τα παρασελίδια σχόλια ανήκουν στον ίδιο τον Καζαντζάκη. Στον πρώτο τόμο σημειώνεται πως «θα γίνουν 7 γραφές» και με κόκκινη ξυλομπογιά «ΟΔΥCEIA I/ β’ γραφή». Εκεί βρίσκουμε τις ραψωδίες Α έως Μ και προσθήκες και διορθώσεις των ραψωδιών Ν, Ο, Υ και Φ, ενώ στον δεύτερο τόμο που σημειώνεται «OΔYCEIA IΙ/ γ’ προς δ’ γραφή», βρίσκουμε ολοκληρωμένες τις ραψωδίες Ν έως Ω και διορθώσεις/προσθήκες για τις ραψωδίες Α έως Μ, παραπέμποντας μάλιστα στις αντίστοιχες σελίδες του πρώτου τόμου, δηλαδή της δεύτερης γραφής.
Γνωρίζουμε πως ο Καζαντζάκης υπέβαλε τα έργα του σε διαδοχικές επεξεργασίες κι έτσι δημιουργούσε διαφορετικές «γραφές» τους. Το κείμενο της Οδύσσειάς του, του magnum opus του, το επεξεργαζόταν για δεκατρία χρόνια, από το 1925 έως το 1938, ενώ δούλευε την ιδέα για τη συγγραφή της, όπως δείχνει η έρευνα, πολλά περισσότερα. Τον μόχθο, την ακάματη εργασία και το πείσμα για την ολοκλήρωση της δημιουργίας του, δηλώνει η προμετωπίδα της «δεύτερης προσωρινής γραφής», όπου σημειώνει τη μεστή νοήματος φράση του Leonardo da Vinci «ostinato rigore» (επίμονη αυστηρότητα) κι ακριβώς από κάτω τη δική φράση «απελπισμένος κι ανένδοτος».
Η Οδύσσεια των 33.333 στίχων τυπώθηκε το 1938 από τις εκδόσεις «Πυρσός» σε έναν ογκώδη τόμο μεγάλου σχήματος –σε 835 σελίδες με ειδικής κατασκευής τυπογραφικά στοιχεία, και με 10σέλιδο ένθετο Λεξιλόγιο– αφιερωμένο στη Miss Joe MacLeod, χορηγό της έκδοσης. Δυστυχώς έως σήμερα δεν γνωρίζουμε πού σώζονται οι υπόλοιπες γραφές, οι οποίες πρέπει να αποτελούσαν βελτιώσεις των μερών της Οδύσσειας, ενώ καμία δεν έχει γίνει ακόμα αντικείμενο συστηματικής μελέτης. Ωστόσο, η αντιπαραβολή των γραφών της Οδύσσειας με το τελικό κείμενο που εκδόθηκε θα συνιστούσε ένα σπουδαίο πεδίο επιστημονικής έρευνας.
Μία λεπτομέρεια κατά την εξέταση του τεκμηρίου εξέπληξε και συγκίνησε την επιστημονική ομάδα του Μουσείου Καζαντζάκη. Πίσω από το σκληρό εξώφυλλο του πρώτου τόμου σώζεται ακόμα με ημερομηνία «31 Μαρτίου 1932» τηλεγράφημα που έλαβε από την οικογένειά του ο Καζαντζάκης στο Boží Dar (Gottesgab) της Τσεχοσλοβακίας, εκεί όπου δούλευε τις συγκεκριμένες γραφές της Οδύσσειας, με τη λιτή καθηλωτική φράση: «μητέρα απέθανε». Το ένα τεκμήριο μέσα στο άλλο συνιστά τη συναίρεση της ποιητικής δημιουργίας με τη βιογραφία του συγγραφέα, έτσι που εδώ δεν βλέπουμε μόνο τον δημιουργό στο εργαστήρι του, μα και τον άνθρωπο Καζαντζάκη.
Πράγματι, ο Καζαντζάκης έχασε τη μητέρα του την άνοιξη του 1932, ενώ ήταν στο εξωτερικό και λίγους μήνες μετά πέθανε και ο πατέρας του. Τον ίδιο χρόνο έγραφε στην Ελένη Καζαντζάκη:
«Θυμούμαι, όταν απογυρίζοντας τη γωνία του δρόμου, για να κατέβω στο λιμάνι, στράφηκα κι είδα —για στερνή φορά— τη μητέρα μου, που στεκό¬ταν στο κατώφλι κι έκλαιγε. Τώρα βρίσκεται στον άλλον όχτο και με τραβάει. Το χώμα πια δε μου είναι αποκρουστικό. Δεν περνάει μέρα, χωρίς να βυθιστώ στο όραμα αυτό˙ δεν περνάει νύχτα, χωρίς να δω τη μητέρα μου στο όνειρο... Ο Άδης πήρε μια αίγλη απροσδόκητη και θαρρώ πώς μονάχα Εσείς με κρατάτε ακόμα στην επιφάνεια της γης.
Μα ας μη μιλώ γι αυτό... Η «Οδύσεια»; Τώρα μου χρειάζεται πιο παρά πριν, για να μη γίνει η καρδιά μου κομμάτια» (Ελένη Καζαντζάκη, Νίκος Καζαντζάκης. Ο Ασυμβίβαστος. Βιογραφία βασισμένη σε ανέκδοτα γράμματα και κείμενά του, επιμ. Πάτροκλος Σταύρου, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα 19983, σελ. 316).