Ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε στην Αντίμπ το 1948, μέσα σε μόλις 13 ημέρες, το θεατρικό έργο «Σόδομα και Γόμορρα».
Δημοσιεύτηκε το 1949. Πρόκειται για μια τραγωδία θεολογικού προβληματισμού, στην οποία ο Καζαντζάκης πραγματεύεται το θέμα της ανθρώπινης εξέγερσης. Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε από τη Βιβλική ιστορία των δύο πόλεων, τροποποιώντας την όμως με τρόπο τέτοιο, ώστε να μπορέσει να αναδείξει τα στοιχεία που ήθελε ο Καζαντζάκης.
Η Rachel Lipstein, εβραϊκής καταγωγής καλή φίλη του Καζαντζάκη από τη δεκαετία του 1920, είχε εκφράσει στον συγγραφέα μερικές Βιβλικές αντιρρήσεις για το πώς παρουσιάζεται ο Αβραάμ στο έργο του. Ο Καζαντζάκης με επιστολή της είχε απαντήσει χαρακτηριστικά: «Είχα ανάγκη από έναν Αβραάμ, «βελάζον πρόβατον», βρήκα στη Βίβλο έναν άλλον Αβραάμ, τον επεξεργάστηκα για να υπηρετήσει τα σχέδια μου. Είναι τόσο καλό και τόσο σωστό να βιάζεις λίγο την Παράδοση, αυτή τη γριά μέγαιρα! Για τον δημιουργό, δίκαιο κι άδικο, καλό ή πονηρό, Θεός και διάβολος δεν υπάρχουν πια. Υπάρχει μόνο μια φλόγα, που πεινάει και καταβροχθίζει όλες αυτές τις ζουμερές τροφές.»
Το έργο διδάχθηκε από σκηνής για πρώτη φορά στο ιστορικό Εθνικό Θέατρο του Μάνχαϊμ (Nationaltheater Mannheim), εκεί που το 1782 ο Friedrich Schiller ανέβασε για πρώτη φορά το πρώτο του και εμβληματικό του έργο «Οι ληστές». Σημαδιακό είναι πως ο Καζαντζάκης, στα τελευταία χρόνια της γυμνασιακής του ζωής στο Ηράκλειο, είχε παρακολουθήσει τη συγκεκριμένη παράσταση που του έμεινε χαραγμένη στη μνήμη του, καθώς ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε θέατρο.
Η παράσταση ανέβηκε με τον τίτλο «Feuer über Sodom» («Φωτιά πάνω από τα Σόδομα») κάνοντας πρεμιέρα την 1η Δεκεμβρίου 1954, παρουσία του ζεύγους Καζαντζάκη. Λίγο πριν την παράσταση ο Καζαντζάκης έδωσε συνέντευξη στον γνωστό Γερμανό δημοσιογράφο, συγγραφέα και καλλιτέχνη, Fritz Nötzoldt, στην οποία εξέφραζε την αγάπη του για τα βιβλία, τον γερμανικό πολιτισμό και λογοτεχνία και τις καλές διαχρονικές σχέσεις του με τη Γερμανία. Παρόλα αυτά, η παράσταση ήταν για τον Καζαντζάκη μια μεγάλη απογοήτευση. Χαρακτηριστικά έγραψε στον Πρεβελάκη: «Στο Mannheim δεν κατάλαβαν τίποτα από τα «Σόδομα». Το ‘καμαν σαν μπαλέτο. Παίχτηκε τρεις φορές, ήρθε κόσμος πολύς, μα δε μπορούσα να το βλέπω και παρακάλεσα το διευθυντή να το κατεβάσει. Δε με ρώτησαν καθόλου, όταν το μελετούσαν, τι θέλω να πω, κι έκαμαν ό,τι κατέβασε το μυαλουδάκι τους.»
Σκηνοθέτης της παράστασης ήταν ο Wolfgang von Stass, ενώ πρωταγωνιστούσαν ο Erich Musil και η Aldona Ehret ως ο Λωτ και η σύζυγος του, ο Jörg Schleicher και η Lucy Valenta ως το βασιλικό ζεύγος και ο Friedrich Gröndahl ως ο Άγγελος. Η διασκευή του σεναρίου έγινε από τον Hans Schwartz, ο οποίος μετέφρασε το έργο του Καζαντζάκη στα Γερμανικά από γαλλικό κείμενο σχεδόν κατά λέξη, κάτι που δημιούργησε σημαντικά προβλήματα στην ομαλή ροή των διαλόγων και στην ακριβή απόδοση του νοήματος.
Τα κουστούμια της παράστασης τα σχεδίασε η Gerda Schulte, μια από τις πιο αξιόλογες και πρωτοπόρες σχεδιάστριες κουστουμιών θεάτρου της Γερμανίας κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Τα σχέδια των κουστουμιών εντόπισε ο Γιώργος Ανεμογιάννης, όταν ευρισκόμενος στη Γερμανία για διακοπές, επισκέφτηκε το Θέατρο και το Θεατρικό Μουσείο του Μάνχαϊμ. Γνωρίζοντας πως το 1954 είχε ανέβει εκεί το θεατρικό του Καζαντζάκη, αναζήτησε σχετικό υλικό και μπόρεσε να αποκτήσει φωτογραφίες, το πρόγραμμα και κριτικές για την παράσταση μαζί με τα στοιχεία επικοινωνίας της Schulte. Σαν συνάδελφος σκηνογράφος, επικοινώνησε μαζί της και αυτή σύντομα και με χαρά του απέστειλε τα σχέδια των κουστουμιών της παράστασης με σκοπό αυτά να εμπλουτίσουν τις συλλογές του υπό ίδρυση ακόμα τότε Μουσείου Καζαντζάκη. Πρόκειται για τις μακέτες των κουστουμιών των πέντε κύριων χαρακτήρων του έργου διαστάσεων 35εκ. Χ 23,5 εκ., σχεδιασμένα με έντονα χρώματα πάνω σε μαύρο φόντο. Τα σχέδια αυτά κατέχουν ξεχωριστή θέση στην ιστορία του Μουσείου, καθώς αποτελούν τα πρώτα σχέδια θεατρικών κουστουμιών που αποκτήθηκαν για το Θεατρικό Αρχείο του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη.
Σαράντα και πλέον χρόνια μετά, η Θεατρική Συλλογή του Μουσείου περιλαμβάνει προγράμματα, αφίσες, σχέδια κοστουμιών και σκηνικών, τρισδιάστατες μακέτες, κοστούμια από τις παραστάσεις των θεατρικών έργων ή των διασκευασμένων για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση μυθιστορημάτων του Νίκου Καζαντζάκη. Το πολύ πλούσιο περιεχόμενο της συλλογής αυτής, προερχόμενο από Ελλάδα και εξωτερικό, οφείλεται στην ιδιότητα, στις διασυνδέσεις και στην ερευνητική ικανότητα του ιδρυτή του Μουσείου, σκηνογράφου-ενδυματολόγου Γιώργου Ανεμογιάννη.