Ολόσωμο πορτρέτο του Νίκου Καζαντζάκη ενυπόγραφο από τον Φώτη Κόντογλου και χρονολογημένο το 1922. Ο Καζαντζάκης εικονίζεται να περπατά σε κήπο, έχοντας υπό μάλης ένα βιβλίο. Το έργο είναι σκίτσο, με πενάκι σε ακουαρέλα και λαμβάνει ως έμπνευση φωτογραφία του Καζαντζάκη στην Κηφισιά το 1921.
Στην πίσω πλευρά του έργου τέχνης υπάρχει η ακόλουθη χειρόγραφη αφιέρωση του δημιουργού του Φώτη Κόντογλου, με χαρακτηριστική ταπεινότητα, προς τον συγγραφέα: «Κύριε Καζαντζάκη, Σας χαιρετώ. Δεχτείτε αυτή τη μικρή ζωγραφιά σαν έναν μικρότατον φόρον ευγνωμοσύνης για μίαν εκτίμησιν, που ίσως δεν είμαι πέρα πέρα άξιός της. Φώτης Κόντογλους».
Ο Νίκος Καζαντζάκης είχε γνωριστεί με τον Φώτη Κόντογλου και ανέπτυξαν φιλικούς δεσμούς. Ο Καζαντζάκης εκτιμούσε το έργο του Κόντογλου και παράλληλα είχε προσπαθήσει να τον βοηθήσει. Η εκτίμησή του προς τον Κόντογλου φαίνεται και από το άρθρο με τίτλο «Θνητοί και Αθάνατοι» που του αφιέρωσε δεκαπέντε χρόνια αργότερα στη σειρά των ταξιδιωτικών του εντυπώσεων στον Μοριά, τα οποία δημοσίευσε η εφημερίδα Καθημερινή το 1937. Ο Καζαντζάκης συνάντησε τότε τον Κόντογλου επί τω έργω στον Μυστρά, όταν συντηρούσε βυζαντινές τοιχογραφίες στο καθολικό της Μονής Παναγίας Περιβλέπτου. Ο Κόντογλου είχε εργαστεί κατά τη δεκαετία του 1930 ως συντηρητής και κατά τα έτη 1936 - 1938 και στον Μυστρά, με επαγγελματική ευαισθησία που μπορεί να συγκριθεί με τις σημερινές αρχές διατήρησης των μνημείων.
Ο Φώτης Κόντογλου (1895 – 1965) αποτέλεσε έναν πολύ σημαντικό εκφραστή της νεότερης εκκλησιαστικής ζωγραφικής στην Ελλάδα. Παράλληλα, εκτός από αγιογράφος και συντηρητής αγιογραφιών, ήταν ζωγράφος και λογοτέχνης. Είχε γεννηθεί στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, το πατρικό του επώνυμο ήταν Αποστολέλης, αλλά διατήρησε αυτό της μητέρας του καθώς είχε χάσει τον πατέρα του όταν ήταν σε βρεφική ηλικία. Το 1913 ξεκίνησε τη φοίτηση στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, τον επόμενο χρόνο πήγε στη Γαλλία και επέτρεψε στο Αϊβαλί το 1919. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατά τη δεκαετία του 1950 η καλλιτεχνική του πορεία κορυφώθηκε, αναλαμβάνοντας την εικονογράφηση αρκετών ναών, κυρίως στην Αθήνα.